„κουρεύω“: μεταβατικό ρήμα κουρεύω [kuˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schneiden, scheren, stutzen, mähen schneiden κουρεύω κουρεύω scheren κουρεύω πρόβατο, μαλλιά κουρεύω πρόβατο, μαλλιά stutzen κουρεύω δέντρο, φυτό κουρεύω δέντρο, φυτό mähen κουρεύω γρασσίδι κουρεύω γρασσίδι ejemplos κουρεύω κάποιον jemandem die Haare schneiden κουρεύω κάποιον