κορνέτα
[korˈneta]θηλυκό | Femininum, weiblich f, κορνέτο [korˈneto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Hornουδέτερο | Neutrum, sächlich nκορνέτα μουσKornettουδέτερο | Neutrum, sächlich nκορνέτα μουσκορνέτα μουσ