κοπιαστικός
[kopjastiˈkos], κοπιαστική, κοπιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- anstrengend, mühsam, mühevollκοπιαστικόςκοπιαστικός