„κοντινότερος“ κοντινότερος [kondiˈnoteros], κοντινότερη, κοντινότεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) nächste nächste(r, s) κοντινότερος τοπικό κοντινότερος τοπικό ejemplos το κοντινότερο φαρμακείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n die nächste Apothekeθηλυκό | Femininum, weiblich f το κοντινότερο φαρμακείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n