κοντινός
[kondiˈnos], κοντινή, κοντινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- nahe (liegend), benachbartκοντινόςκοντινός
- nahe, baldigκοντινός προσεχήςκοντινός προσεχής
ejemplos
-
- κοντινό θέρετροουδέτερο | Neutrum, sächlich nNaherholungsgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κοντινό πλάνοουδέτερο | Neutrum, sächlich nNahaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f