„κομπορρημοσύνη“: θηλυκό κομπορρημοσύνη [komborimoˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Prahlen Prahlenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κομπορρημοσύνη κομπορρημοσύνη