„κολαρίζω“: μεταβατικό ρήμα κολαρίζω [kolaˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) stärken stärken κολαρίζω ρούχα κολαρίζω ρούχα