„κοκκινωπός“ κοκκινωπός [kokjinoˈpos], κοκκινωπή, κοκκινωπόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) rötlich rötlich κοκκινωπός κοκκινωπός