„κλωσσώ“: μεταβατικό ρήμα κλωσσώ [kloˈso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) brüten (aus)brüten κλωσσώ για πτηνά κλωσσώ για πτηνά