„κλωνοποιώ“: μεταβατικό ρήμα κλωνοποιώ [klonoˈpio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) klonen klonen κλωνοποιώ βιολογία | Biologieβιολ κλωνοποιώ βιολογία | Biologieβιολ