„κληρονομώ“: μεταβατικό ρήμα κληρονομώ [klironoˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) erben erben (από von) κληρονομώ κληρονομώ