κλειδώνω
[kliˈðono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- abschließen, verschließen, zuschließenκλειδώνω πόρτα, αυτοκίνητοκλειδώνω πόρτα, αυτοκίνητο
- einschließenκλειδώνω έγγραφακλειδώνω έγγραφα
- einsperrenκλειδώνω κάποιον για να μη μπορεί να βγεικλειδώνω κάποιον για να μη μπορεί να βγει