„κλίνω“: αμετάβατο ρήμα κλίνω [ˈklino]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich neigen, neigen, abfallen sich neigen (προς nach) κλίνω γέρνω κλίνω γέρνω neigen (προς zu) κλίνω ρέπω κλίνω ρέπω abfallen κλίνω έδαφος κλίνω έδαφος „κλίνω“: μεταβατικό ρήμα κλίνω [ˈklino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beugen beugen κλίνω γραμματική | Grammatikγραμμ κλίνω γραμματική | Grammatikγραμμ