κηλίδα
[kjiˈliða]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Fleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mκηλίδα λεκέςκηλίδα λεκές
- Schandfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mκηλίδα ηθικό στίγμακηλίδα ηθικό στίγμα
ejemplos
- κηλίδα αίματοςBlutfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κηλίδα σκουριάςRostfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κηλίδα χρώματοςFarbtupferαρσενικό | Maskulinum, männlich m