κεντρικά
[kjendriˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Zentraleκεντρικάκεντρικά
ejemplos
- κεντρικά γραφείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplHauptgeschäftsstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f