„καφετέρια“: θηλυκό καφετέρια [kafeˈteria]θηλυκό | Femininum, weiblich f, καφετερία [kafeteˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Café, Kantine Caféουδέτερο | Neutrum, sächlich n καφετέρια καφετέρια Kantineθηλυκό | Femininum, weiblich f καφετέρια δημοσίου χώρου καφετέρια δημοσίου χώρου