„κατρακύλισμα“: ουδέτερο κατρακύλισμα [katraˈkjilizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Rutsch Rutschαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατρακύλισμα κατρακύλισμα