κατολίσθηση
[katoˈlisθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Erdrutschαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατολίσθησηSteinschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατολίσθησηκατολίσθηση