„κατηγορούμενο“: ουδέτερο κατηγορούμενο [katiɣoˈrumeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Prädikat, Attribut Prädikatουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατηγορούμενο γραμματική | Grammatikγραμμ Attributουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατηγορούμενο γραμματική | Grammatikγραμμ κατηγορούμενο γραμματική | Grammatikγραμμ