κατευθύνομαι
[katefˈθinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich begeben, eine Richtung einschlagenκατευθύνομαικατευθύνομαι
- zugehen (προς auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)κατευθύνομαι πηγαίνω προςκατευθύνομαι πηγαίνω προς