κατεργάρης
[katerˈɣaris]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κατεργάρα, κατεργάρικοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- listig, schlau, durchtriebenκατεργάρηςκατεργάρης
κατεργάρης
[katerˈɣaris]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Schlitzohrουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατεργάρηςκατεργάρης