„κατειλημμένος“ κατειλημμένος [katiliˈmenos], κατειλημμένη, κατειλημμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) besetzt besetzt κατειλημμένος κάθισμα, θέση κατειλημμένος κάθισμα, θέση