„κατεδάφιση“: θηλυκό κατεδάφιση [kateˈðafisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Abriss, Abbruch Abrissαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατεδάφιση κτηρίου Abbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατεδάφιση κτηρίου κατεδάφιση κτηρίου