„καταχώριση“: θηλυκό καταχώριση [kataˈxorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Inserat Inseratουδέτερο | Neutrum, sächlich n καταχώριση καταχώριση