καταυλισμός
[katavlizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Feldlagerουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαταυλισμόςκαταυλισμός
ejemplos
- καταυλισμός προσφύγωνFlüchtlingslagerουδέτερο | Neutrum, sächlich n