„κατατρέχω“: μεταβατικό ρήμα κατατρέχω [kataˈtrexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verfolgen verfolgen κατατρέχω καταδιώκω κατατρέχω καταδιώκω