καταστατικό
[katastatiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Satzungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταστατικόStatutουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαταστατικόκαταστατικό