καταρρέω
[kataˈreo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- einstürzenκαταρρέω κτήριοκαταρρέω κτήριο
- zusammenbrechenκαταρρέω εξαντλούμαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαταρρέω εξαντλούμαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- kollabierenκαταρρέω ιατρική | Medizinιατρκαταρρέω ιατρική | Medizinιατρ
- abstürzenκαταρρέω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υκαταρρέω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ