„κατακυριεύω“: μεταβατικό ρήμα κατακυριεύω [katakjiriˈevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) überrollen überrollen κατακυριεύω κατακυριεύω