„κατακτώ“: μεταβατικό ρήμα κατακτώ [katakˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) erobern erobern κατακτώ κατακτώ