καταθέτω
[kataˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- einzahlenκαταθέτω σε τραπεζικό λογαριασμόκαταθέτω σε τραπεζικό λογαριασμό
- aussagenκαταθέτω νομικός όρος | Rechtswesenνομκαταθέτω νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- einreichenκαταθέτω αίτησηκαταθέτω αίτηση
- niederlegenκαταθέτω όπλα, στεφάνικαταθέτω όπλα, στεφάνι
- hinterlegen, deponierenκαταθέτω εμπόριο | Handelεμπκαταθέτω εμπόριο | Handelεμπ
- vorlegenκαταθέτω δικαιολογητικάκαταθέτω δικαιολογητικά