καταδίωξη
[kataˈðioksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verfolgungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταδίωξηκαταδίωξη
- Fahndungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταδίωξη υπηρεσίαFahndungsdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταδίωξη υπηρεσίακαταδίωξη υπηρεσία