„κατήφορος“: αρσενικό κατήφορος [kaˈtiforos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κατήφορος → ver „κατηφόρα“ κατήφορος → ver „κατηφόρα“