κατάχλωμος
[kaˈtaxlomos], κατάχλωμη, κατάχλωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- leichenblassκατάχλωμοςκατάχλωμος
- käseweißκατάχλωμος οικείο | umgangssprachlichοικκατάχλωμος οικείο | umgangssprachlichοικ