„κατάφωρος“ κατάφωρος [kaˈtaforos], κατάφωρη, κατάφωροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schreiend schreiend κατάφωρος κατάφωρος