„καρυκεύω“: μεταβατικό ρήμα καρυκεύω [kariˈkjevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) würzen würzen καρυκεύω καρυκεύω