„καραφλός“: αρσενικό καραφλός [karafˈlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kahlkopf Kahlkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m καραφλός καραφλός