„καράφα“: θηλυκό καράφα [kaˈrafa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Karaffe Karaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f καράφα καράφα ejemplos κρασίουδέτερο | Neutrum, sächlich n σε καράφα offener Weinαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρασίουδέτερο | Neutrum, sächlich n σε καράφα