κανονίζω
[kanoˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- regeln, einrichtenκανονίζω ρυθμίζωκανονίζω ρυθμίζω
- erledigenκανονίζω τακτοποιώκανονίζω τακτοποιώ
- ausmachenκανονίζω ημερομηνίακανονίζω ημερομηνία
- einstellen, regulierenκανονίζω τεχνική | Technikτεχνκανονίζω τεχνική | Technikτεχν