„καλοτυχία“: θηλυκό καλοτυχία [kalotiˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Glück Glückουδέτερο | Neutrum, sächlich n καλοτυχία καλοτυχία