„καλλιεργώ“: μεταβατικό ρήμα καλλιεργώ [kalierˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bebauen, anbauen, bestellen, züchten, kultivieren, pflegen bebauen καλλιεργώ γη καλλιεργώ γη anbauen καλλιεργώ φυτά καλλιεργώ φυτά bestellen καλλιεργώ αγρό καλλιεργώ αγρό züchten καλλιεργώ μαργαριτάρια καλλιεργώ μαργαριτάρια kultivieren καλλιεργώ μορφώνω καλλιεργώ μορφώνω pflegen καλλιεργώ γλώσσα, επιστήμη καλλιεργώ γλώσσα, επιστήμη