κακός
[kaˈkos], κακιά/κακή, κακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κακός γεν
- übelκακός που αποτελεί πάθημα, ζημιάκακός που αποτελεί πάθημα, ζημιά
- κακός άνθρωπος
ejemplos
-
- κακή διάθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fVerstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos