„κακόμοιρος“ κακόμοιρος [kaˈkomiros], κακόμοιρη, κακόμοιροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) elend, arm elend, arm κακόμοιρος κακόμοιρος