„κακοκαιρία“: θηλυκό κακοκαιρία [kakokjeˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schlechtes Wetter, Unwetter schlechtes Wetterουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακοκαιρία Unwetterουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακοκαιρία κακοκαιρία