„κακάο“: ουδέτερο κακάο [kaˈkao]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kakao Kakaoαρσενικό | Maskulinum, männlich m κακάο κ. ρόφημα κακάο κ. ρόφημα