καινοτομία
[kjenotoˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Neuerungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαινοτομίαInnovationθηλυκό | Femininum, weiblich fκαινοτομίακαινοτομία