„καθοδικός“ καθοδικός [kaθoðiˈkos], καθοδική, καθοδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Abwärtstrend Bildröhre ejemplos καθοδική τάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Abwärtstrendαρσενικό | Maskulinum, männlich m καθοδική τάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f καθοδικός σωλήναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Bildröhreθηλυκό | Femininum, weiblich f καθοδικός σωλήναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m