„καθησυχάζω“: μεταβατικό ρήμα καθησυχάζω [kaθisiˈxazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beruhigen beruhigen καθησυχάζω συνείδηση καθησυχάζω συνείδηση „καθησυχάζω“: αμετάβατο ρήμα καθησυχάζω [kaθisiˈxazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich beruhigen sich beruhigen καθησυχάζω καθησυχάζω