καθεστώς
[kaθesˈtos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-ώτος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- politisches Systemουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαθεστώς γενκαθεστώς γεν
- Regimeουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαθεστώς μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτκαθεστώς μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
ejemplos
- καθεστώς απορρήτουGeheimhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καθεστώς κατοχήςBesatzungsregimeουδέτερο | Neutrum, sächlich n