„καβούρδισμα“: ουδέτερο καβούρδισμα [kaˈvurðizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Rösten Röstenουδέτερο | Neutrum, sächlich n καβούρδισμα καβούρδισμα